Keblinger

Keblinger

ADD THE SLIDER CODE HERE

Things I love, things I hate, things I love to hate...

Στο Batman όλοι ερωτεύονται

6
|

Παρασκευή βράδυ, καταρρακτώδης βροχή έξω (σχεδόν θύμιζε χειμώνα) και εγώ μέσα, ζεστά δίπλα στο τζάκι. Επηρεασμένη από τα γέλια, τις φλόγες της ανοιξιάτικης φωτιάς και το κρασί αποφασίζω μέσα στο γενικότερο κλίμα ευθυμίας να συντάξω μέσα σε ελάχιστο χρόνο τη ραχοκοκαλιά ενός μυθιστορήματος αντάξιου της μυθοπλασίας και της λογοτεχνικής ικανότητας της Λένας Μαντά.
Να σημειώσω πως τη συγκεκριμένη κυρία δεν τη θεωρώ συγγραφέα αλλά ηγέτιδα στο χώρο που εγώ ονομάζω ελληνικό λογοτεχνικό άρλεκιν. Είναι τα βιβλία εκείνα τα οποία στην ουσία αποτελούν καμουφλαρισμένα άρλεκιν. Τα άρλεκιν βέβαια διέθεταν το εξής ατού: Ήταν περήφανα για τον εαυτό τους και δεν κρύβονταν πίσω από ακριβά εξώφυλλα. Για αυτό και ακριβώς τα διαβάζαμε. Θέλαμε μία γλυκανάλατη ιστοριούλα εκτυπωμένη σε φτηνό χαρτί και με φτηνή συγκίνηση. Ο ήρωας ήταν σχεδόν πάντα ο σκληρός άντρας που στα χέρια της γυναίκας γίνεται ρομαντικός ποιητής αλλά μόνο κάτω από την επίδραση της δικής της παρουσίας γιατί όταν εκείνη φεύγει από το προσκήνιο μετατρέπεται πάλι στον Κόναν τον Βάρβαρο. Και εννοείται πως μετά από χίλια βάσανα στο τέλος καταλήγουν μαζί και κάνουν έναν γλυκανάλατο έρωτα με τρυφερό πάθος. Τώρα αν πάρεις ένα άρλεκιν και το πλατειάσεις μέχρι εκεί που πλέον δε συμμαζεύεται φτιάχνεις ένα λογοτεχνικό άρλεκιν στη συνέχεια θες να λέγεσαι συγγραφέας και πουλάς τρελά όπως η κυρία Μαντά. Ένα βιβλίο της άντεξα να διαβάσω (δεν απορρίπτω κάτι χωρίς να το δοκιμάσω πρώτα) το οποίο μάλιστα θεωρείται από τα καλύτερα της αλλά αν επιζητήσω κάτι αναλόγου περιεχομένου προτιμώ να πάρω ένα άρλεκιν και να το ευχαριστηθώ
Χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή περνάμε στη ραχοκοκαλιά – περίληψη του αντίστοιχου λογοτεχνικού (χα!) έργου που θα έγραφα:

Στο Batman όλοι ερωτεύονται

Aπόψε το βράδυ ο Τάκης είναι απελπισμένος. Τα πράγματα τον τελευταίο καιρό επιδεινώνονται ραγδαία. Το μικρό χρυσοχοείο που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του παραπαίει. Λόγω κρίσης ο κόσμος δεν προτιμά να αγοράζει πλέον κοσμήματα. Η κατάσταση απελπιστική, τα περιθώρια διαρκώς στενεύουν. Τα δάνεια και οι κάρτες τρέχουν. Οι τράπεζες απειλούν να του κατάσχουν τη μεγάλη του αγάπη, την μηχανή του, την Ducati του. Ότι και να γίνει,αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Προτιμούσε να του πάρουν το ψωμί από το στόμα παρά να χάσει το κορίτσι του, τον μοναδικό του έρωτα. Έτσι αναγκάστηκε να πάρει μία σκληρή αλλά απαραίτητη απόφαση. Θα μετέτρεπε το κατάστημα σε “Αγορά χρυσού”. Έκλαψε, ξαναέκλαψε και όμως στο τέλος ξεκίνησε τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για την μετατροπή. Η μάνα του ανένδοτη:” Δε ντρέπεσαι γιε μου, να εκμεταλλεύεσαι τον πόνο του κόσμου, την ανάγκη του τέτοια εποχή; Τι θα έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας σου;” Η ετεροθαλής αδελφή του όμως, η Ταμάρα, τον στήριζε: “Προχώρα, Τάκη. Δεν είναι ντροπή. Ούτε ληστεύεις, ούτε σκοτώνεις κανέναν. Απλά αγοράζεις και πουλάς. Πρέπει να φροντίσεις τον εαυτό σου. Αύριο μεθαύριο μπορεί να κάνεις οικογένεια. Πως θα την ζήσεις;”

Το νέο μαγαζί με τις τεράστιες κίτρινες ταμπέλες και τα μεγάλα κόκκινα γράμματα θα ήταν έτοιμο σε λίγες εβδομάδες. Όμως απόψε ο Τάκης δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα λόγια της αδελφής του αντιμάχονταν εκείνα της μάνας του μέσα στο μυαλό του όλο το βράδυ. Έτσι πήρε “το κορίτσι του” και βγήκε για να ξεθολώσει η σκέψη του από τον κρύο αέρα. Δυο ώρες τριγυρνούσε άσκοπα οδηγώντας εδώ και εκεί ώσπου του γεννήθηκε η επιθυμία να πιει ένα ουισκάκι. Ναι, βρε αδερφέ! Ήθελε να πιει για να σταματήσει να βλέπει μπροστά στα μάτια του τη μορφή της μάνας του να του κουνάει το δάχτυλο με αποδοκιμασία. Κουράστηκε πια. Στο πρώτο κωλόμπαρο που θα συναντούσε θα έμπαινε μέσα. Και έτσι έγινε. Σε κάποια φάση βλέπει τα φώτα ενός μαγαζιού. Σταματά, ξεκαβαλά και τότε βλέπει την ταμπέλα με την ονομασία του μπαρ.”Βatman”, έλεγε η φωτεινή επιγραφή. Για δες, σκέφτηκε. Η φίλη του η Άννα του είχε μιλήσει για αυτό το μπαρ.”Στο Batman, Τάκη, όλοι ερωτεύονται”, του είχε πει με σοβαρό ύφος και αυτός είχε γελάσει με την καρδιά του. “Άννα, σταμάτα”, της είπε. “Αφού με ξέρεις. Μία εδώ μία εκεί, ελεύθερο πουλί και όχι κανάρα στο κλουβί. Τι Batman και ξεbatman. Είναι σοβαρά πράγματα αυτά τώρα;” Και όμως νάτος απόψε έξω από το μέρος όπου “όλοι ερωτεύονται”. Γέλασε από μέσα του πικρά. “Για έρωτες είμαστε τώρα”, αναρωτήθηκε “Εδώ έχουν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια μας.”. Και με αυτές τις σκέψεις μπήκε μέσα.

Ο χώρος μικρός, ο φωτισμός χαμηλός, ο κόσμος ιδιαίτερος, από τα ηχεία ακουγόταν Στράτος Διονυσίου. Ο Τάκης κατευθύνθηκε προς το μπαρ. Κάθισε στο ψηλό σκαμπό, έβγαλε τα τσιγάρα του και σήκωσε το κεφάλι, βυθισμένος ακόμα στους συλλογισμούς του για να παραγγείλει ένα διπλό ουίσκι. Και τότε την είδε. Η γυναίκα πίσω από το μπαρ τον κοίταζε κεραυνοβολημένη και αυτή. Ψηλή, γύρω στα 30, με μακριά μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια η Αλέκα ήταν αυτό που θα λέγαμε εντυπωσιακή γυναίκα. Εργαζόταν μέσα στη νύχτα αρκετά χρόνια και είχε μάθει να κουμαντάρει τα συναισθήματά της και να περιφρασει τα όριά της. Ήταν φοβερή barwoman αλλά παρά τον επαγγελματισμό της δεν άφηνε τους πελάτες να την πλησιάσουν περισσότερο από ότι επέτρεπε μία απλά επαφή για να τους φτιάξει και να τους σερβίρει ένα ποτό. Πολλοί είχαν προσπαθήσει να της πιάσουν κουβέντα γύρω από το προσωπικά της αλλά αυτή πάντα κατάφερνε να γυρίζει το θέμα σε συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων. Μέχρι απόψε. Ο άντρας που είδε να κάθεται απέναντί της τη συγκλόνισε. Πρώτη φορά τον έβλεπε στη ζωή της και όμως ένιωθε σαν να τον ξέρει χρόνια. Η θλίψη που σκίαζε τα εκφραστικά του μάτια, η γλυκιά μελαγχολία που απέπνεε η μορφή του τη συντάραξε ολάκερη. Ήξερε πως αυτή τη φορά δεν θα την έβγαζε καθαρή. “Μάνα μου, τι μου έμελλε να πάθω”, συλλογίστηκε. “Τελικά στο Batman όλοι ερωτεύονται...”.

Αυτό είναι το “άνοιγμα” του πρώτου κεφαλαίου του λογοτεχνικού έργου τύπου Μαντά με τον τίτλο “ Στο Batman όλοι ερωτεύονται” . Φυσικά δεν σκοπεύω να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Όμως η υπόθεση θα μπορούσε να συνεχιστεί κάπως έτσι:
Ο Τάκης και η Αλέκα ερωτεύονται κεραυνοβόλα γιατί “ Στο Batman όλοι ερωτεύονται”. Μετά από ένα μήνα θυελλώδους πάθους ο Τάκης ανοίγει το κατάστημα αγοράς χρυσού και βάζει μέσα την Αλέκα υπάλληλο για να την τραβήξει και από τον κόσμο της νύχτας. Το μαγαζί πάει καλά αλλά οι αντιδράσεις πολλές. Οι γείτονες γυρίζουν το κεφάλι όταν τον βλέπουν στο δρόμο και ας είναι οι ίδιοι άνθρωποι που του είχαν πουλήσει τις βέρες τους την προηγούμενη μέρα. Η μάνα του πέφτει και εκείνη θύμα της επιθετικής συμπεριφοράς προς το γιο της. Οι φίλες της στο κουνκάν την εγκαταλείπουν, οι γνωστοί δεν της μιλούν πια όποτε τη συναντούν τυχαία, τα παιδιά την αποκαλούν “η μάνα του δοσίλογου” όταν την βλέπουν να περνά από τη γειτονιά. Η υπερβολική στενοχώρια την οδηγεί στο να εγκαταλείψει την Αθήνα και να γυρίσει πίσω στην αδελφή της στην Κρήτη αφήνοντας με πικρά λόγια μονάχο τον Τάκη. Εν τω μεταξύ το μαγαζί του Τάκη πάει όλο και καλύτερα. Η μηχανή ξεχρεώνεται και αγοράζει και ένα Audi A4 για την Αλέκα. Μετά τη φυγή της μητέρας του που όμως δεν την πήρε και πολύ βαριά γιατί ήταν χαμένος στον έρωτά του, αγοράζει και ένα καλό διαμέρισμα στην Άνω Γλυφάδα για να στεγάσουν την αγάπη τους εκεί. Όμως οι επιθέσεις εναντίον του και εναντίον της Αλέκας, της “γκόμενας του δοσίλογου” όπως την αποκαλούν σκιάζει όλο και περισσότερο τη σχέση τους.

Παράλληλα η αδελφή του Ταμάρα, έχει τα δικά της προβλήματα. Η Ταμάρα είναι καρπός του έρωτα του μακαρίτη πατέρα του με μία Νιγηριανή και είναι μιγάδα. Δουλεύει πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων στο κέντρο της Αθήνας αλλά με την άνοδο της Χρυσής Αυγής και την είσοδό της στο κοινοβούλιο το αφεντικό της αναγκάζεται να την απολύσει έπειτα από συνεχείς απειλές που δέχεται απο χρυσαυγίτες ότι θα του κάψουν το μαγαζί “αν συνεχίσει να περιθάλπει και να φροντίζει μπασταρδεμένους αντί για τους καθαρόαιμους έλληνες που έχουν ανάγκη από δουλειά”. Η Ταμάρα όντας και πολύ περήφανη αρνείται να δεχτεί βοήθεια από τον Τάκη. Συνεχίζει να μένει σε μία γκαρσονιέρα στα Πατήσια ώσπου τη βρίσκουν ένα πρωί κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα με ξεσκιμένο το λαρύγγι. Ένας δυο περαστικοί είπαν ότι είδαν το προηγούμενο βράδυ κάποιους νεαρούς με ξυρισμένα κεφάλια και τατουάζ με αγκυλωτούς σταυρούς να την ακολουθούν αλλά ακόμα και αυτοί υπό το κράτος του φόβου και των απειλών που πιθανότατα δέχτηκαν στη συνέχεια σώπασαν.

Ο Τάκης πέφτει σε βαθειά θλίψη εξαιτίας του θανάτου της. Κατηγορεί τον εαυτό του γιατί δεν την πίεσε αρκετά ώστε να δεχτεί τη βοήθειά του. Η συμπεριφορά των γνωστών του και πρώην φίλων του έχει γίνει από περιφρονητική σε καθαρά εχθρική. Αυτός και η Αλέκα δεν έχουν πλέον καθόλου φίλους. Η γκρίνια και οι καυγάδες έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητάς τους. Σε όλα αυτά τα βάσανα έρχεται να προστεθεί και η ολοσχερής καταστροφή του μαγαζιού από πυρκαγιά. Η ασφαλιστική εταιρία θεωρεί ότι προήλθε από αμέλεια και αρνείται να δώσει αποζημίωση. Ο Τάκης προσπαθεί να τους πείσει πως ήταν κακόβουλη ενέργεια και εμπρησμός από αυτούς που τον εχθρεύονται αλλά εις μάτην. Η Αλέκα τον εγκαταλείπει μη αντέχοντας άλλο τη μιζέρια που έχει εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στη ζωή τους και φεύγει για Γερμανία να αναζητήσει την τύχη της εκεί ως εργάτρια. 
 
Μετά από όλα αυτά ο Τάκης έχοντας φτάσει και ξεπεράσει το όρια της υπομονής του παίρνει ένα βράδυ τη μηχανή του, το κορίτσι του, τη μοναδική του αληθινή αγάπη και βγαίνει πάλι για βόλτα στους δρόμους της Αθήνας. Εκεί χωρίς να το καταλάβει οδηγείται ξανά στην είσοδο του Batman. Ξαφνιασμένος ξεκαβαλά και ετοιμάζεται να μπει για ακόμα μία φορά μέσα έχοντας αντίληψη του τι τον περιμένει εκεί γιατί “Στο Batman όλοι ερωτεύονται”

The end
 

Copyright © 2011 Αστραδενή Blogger Template by Dzignine